- περιόδευσις
- περιόδευσιςfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιόδευσις — εύσεως, ἡ, Μ [περιοδεύω] η περιοδεία … Dictionary of Greek
περιοδεύσιμος — ον, Μ [περιόδευσις] αυτός στον οποίο μπορεί κανείς να περιοδεύσει … Dictionary of Greek
ՇՐՋՈՒՄՆ — (ջման, անց.) NBH 2 0499 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 13c, 14c գ. περιόδευσις obambulatio, motus περίοδος periodus, circuitus στροφή, τροπή conversio, versatio. Յածումն. երթեւեկութիւն. մանաւանդ՝ Շրջան, դարձ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)